- σατιρογραφία
- η, Ν [σατιρογράφος]1. η συγγραφή σατιρικών έργων2. σατιρικό έργο, έμμετρο ή πεζό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σατιρογραφία — η 1. σκωπτικό ποίημα ή πεζογράφημα. 2. συγγραφή σάτιρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
σατυρογραφία — η, Ν εσφαλμένη γραφή αντί σατιρογραφία … Dictionary of Greek